-
1 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
-
2 продолжительность
η διάρκεια, ο χρόνος, η περίοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продолжительность
-
3 дальность
η απόστασ/η, το βεληνεκές, η εμβέλειαопределение - и καθορισμός/ εύρεση της - ης- του πλου- слышимости η ακουστικήπεριοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дальность
-
4 проверка
1. (испытание) η δοκιμή 2. (осмотр) о έλεγχ/ος, η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проверка
-
5 длиномер
(геод.) о μετρητής μήκους/βά-θους μέσω σύρματος. длительность η διάρκεια- импульса - του παλμού, το μήκος/εύρος τουπαλμού- разговора (тлф.) - της συνδιάλεξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длиномер
-
6 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
7 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
8 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
9 параметр
η παράμετροςмалый - (авт.) μικρή -- срабатывания (в электромагнитном устройстве) - της λειτουργίας/ενεργοποίη-σηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > параметр
-
10 диапазон
1. (область изменения чего- л.) η εμβέλεια, η περιοχή, η ζώνη, η δέσμηлюбительский - рад. η συχνότητα ερασιτεχνών2. (объём, охват) το φάσμα 3. ав. о φάκελος πτήσης 4. (ошибок) вчт. η περιοχή ή τα περιθώρια των σφαλμάτων 5. муз. η διαπασών (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диапазон
-
11 принцип
η αρχ/ή, το αξίωμα, ο τρόποςο νόμος- του Πάουλι, η απαγορευτική του ΠάουλιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > принцип
-
12 период
1. (периодических явлений) η περίοδος- απραξίας- повышенногоспроса - μεγάλης/υψηλής ζήτησηςэксплуатационный - της εκμετάλλευσης/δουλειάς2. (перенос значения на цикл явлений, повторяющихся периодически) о κύκλος επανάληψης 3 (мат, грам.) η περίοδος 4. (ист.) η εποχήордовикский - см. система ордовикская палеогеновый - см. система палеогеновая силурийский - (силур) η σιλούρια διάπλασηтриасовый - см. триас5. (биол) о χρόνος, η περίοδοςинкубационный - επώασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > период
-
13 надёжность
η αξιοπιστίαη ασφάλειαη στερεότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надёжность
-
14 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
15 ЭВМ
(электронная вычислительная машина) о ηλεκτρονικός υπολογιστής (Η/Υ)комбинированная - (аналоговые и цифровые элементы в одной ЭВМ) υβριδικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ЭВМ
-
16 наладка
1. (настройка) η ρύθμιση 2. (исправление, восстановление) η διόρθωσηη επισκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наладка
-
17 прогон
1. стр. η δοκός, η τεγίδα 2. (цикл работы) η διαδρομή, ο κύκλος της λειτουργίαςхолостой вчт. - χωρίς φορτίο3. (вертикальное пространство в высоту здания для устройства лестниц, печей, лестничная клетка) το κλιμακοστάσιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогон
-
18 функциональный
επ.λειτουργιακός, της λειτουργίας• της συνάρτησης•-ая система λει-τουργιακό σύστημα.
-
19 перерыв
1. (разрыв) η κοπή 2. (временное прекращение, приостановка) η διακοπή 3. (промежуток времени, на который прекращается какое-л. действие, работа) το διάλειμμα 4. (нарушение последовательности в ряду чего-л., пропуск) η διακοπή, το κενό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перерыв
-
20 ввод
вводм (действие) ἡ είσαγω/ή, τό μπάσιμο, ἡ ἐφαρμογή, ἡ καθιέρωση:\ввод в действие завода ἡ ἐγκαινίαση τής λειτουργίας ἐργοστασίου; ◊ \ввод во владение ὁρ. ἡ χορήγηση κυριότητας περιουσίας.
См. также в других словарях:
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
ξηραντήρες — Συσκευές στις οποίες γίνεται η ξήρανση των στερεών ουσιών. Η αρχή της λειτουργίας τους συνίσταται στην επαφή του υλικού με θερμό αέρα, σε θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλή, και στη διοχέτευση, στο εσωτερικό της συσκευής, του θερμού ακόμα… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική — Κλάδος της σύγχρονης επιστήμης. Απαρτίζεται από σύνολο μελετών και εφαρμογών που αφορούν την πραγματοποίηση και τη λειτουργία κυκλωμάτων με καθορισμένες ιδιότητες σε συσχετισμό με ηλεκτρικά ή μαγνητικά σήματα που εισάγονται σε αυτά. Για τον… … Dictionary of Greek